ἄπταιστος

ἄπταιστος
ἄπταιστος, ον,
A not stumbling, ἀπταιστστερον παρέχειν τὸν ἵππον make a horse less aptto stumble, X.Eq.1.6: metaph.,

ἄ ἐν τῷ βίῳ Epict. Gnom.52

;

δώμασιν ἀ. Limen.43

, cf.M.Ant.5.9;

βίος Luc.Am.46

; infallible, Plot.5.3.17, Alex.Aphr.in Metaph.713.12;

ἀλήθεια Iamb.Myst. 3.31

;

θεοὶ διδασκάλων-ότατοι Max.Tyr.38.1

. Adv.

-τως Pl.Tht.144b

; inevitably, Gal.14.230: [comp] Comp.

-ότερον

with greater precision,

Ptol.Tetr. 177

:—also [suff] ἀπρο-τί, Hdn.Epim.256.
2 intact, Plu.2.691d.
II not causing to stumble, giving a good footing,

λεία καὶ ἄ. ὁδός Max.

Tyr.5.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἄπταιστος — not stumbling masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπταιστος — κ. άφταιστος, η, ο (AM ἄπταιστος, ον) [πταίω] 1. αλάνθαστος, άψογος 2. αθώος νεοελλ. 1. ο χωρίς γλωσσικά σφάλματα 2. (για ενέργεια) άδολος, αγνός αρχ. 1. αυτός που δεν σκοντάφτει 2. ανέπαφος, άθικτος, αναλλοίωτος 3. (για δρόμο) αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • άπταιστος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς σφάλματα, ο δίχως πταίσματα, ο άφταιγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπταιστότερον — ἄπταιστος not stumbling adverbial comp ἄπταιστος not stumbling masc acc comp sg ἄπταιστος not stumbling neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταίστως — ἄπταιστος not stumbling adverbial ἄπταιστος not stumbling masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπταιστον — ἄπταιστος not stumbling masc/fem acc sg ἄπταιστος not stumbling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταιστοτέρῳ — ἄπταιστος not stumbling masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταιστότατοι — ἄπταιστος not stumbling masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταιστότεροι — ἄπταιστος not stumbling masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταίστοις — ἄπταιστος not stumbling masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπταίστοισι — ἄπταιστος not stumbling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”